ἀνάγκα

ἀνάγκα
ᾰνάγκα (-α, -ας, -ᾳ; -αις)
1 necessity, compulsion, constraint ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ with the hostility of necessity O. 2.60

μιν ἔντὐ ἀνάγκα πατρόθεν O. 3.28

σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μελαλάνωρ ἔσανεν P. 1.51

βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας (v. l. ἀνάγκας) P. 4.234

καλὰ γινώσκοντ' ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288

ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις N. 8.3

κεράιζε Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ was compelled to fr. 93. βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ by inescapable violence Παρθ. 1. 1. σὺν δ' ἀνάγκᾳ πᾶν καλὸν fr. 122. 9. Ταρτάρου πυθμέναπτίξεις ἀφανοῦς σφυρηλάτοις ἀνάγκαις beaten chains of compulsion fr. 207. c. inf.,

θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα O. 1.82

frag. Κρ]ονίων νεῦσεν ἀνάγκᾳ[ Δ. 4. 17.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνάγκα — ἀνάγκᾱ , ἀνάγκη force fem nom/voc/acc dual ἀνάγκᾱ , ἀνάγκη force fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγκᾳ — ἀνάγκαι , ἀνάγκη force fem nom/voc pl ἀνάγκᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκάσας — ἀναγκά̱σᾱς , ἀναγκάζω force fut part act fem acc pl (doric) ἀναγκά̱σᾱς , ἀναγκάζω force fut part act fem gen sg (doric) ἀναγκάσᾱς , ἀναγκάζω force aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγκας — ἀνάγκᾱς , ἀνάγκη force fem acc pl ἀνάγκᾱς , ἀνάγκη force fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκάσαι — ἀναγκά̱σᾱͅ , ἀναγκάζω force fut part act fem dat sg (doric) ἀναγκάζω force aor inf act ἀναγκάσαῑ , ἀναγκάζω force aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκάσαις — ἀναγκά̱σαις , ἀναγκάζω force fut part act fem dat pl (doric) ἀναγκάζω force aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἀναγκάζω force aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγκαν — ἀνάγκᾱν , ἀνάγκη force fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”